Το καλοκαίρι του ’15 η Γ.Μ. έκλεινε τρία χρόνια ανεργίας. Ήταν τότε που, απρόσμενα, χωρίς αναγγελία, της «χτύπησε» την πόρτα η κατάθλιψη. «Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δεν μπορούσα να φάω. Δεν μπορούσα να διατηρήσω σε μια στοιχειώδη καθαριότητα το σπίτι μου και να φροντίσω τα κατοικίδια μου. Δεν ήθελα να βγω έξω, να κάνω οτιδήποτε. Κάποια στιγμή άρχισα να φοβάμαι να οδηγήσω το αυτοκίνητό μου. Όταν έπρεπε οπωσδήποτε να βγω έξω, με έπιανε ταχυκαρδία και έντονο άγχος. Το μυαλό μου άρχισε σταδιακά να κολλάει σε μαύρες περιόδους του παρελθόντος και η σκέψη ότι δεν θα πείραζε ή μπορεί και να ήταν καλύτερα να πέθαινα στριφογύριζε στο μυαλό μου».
Όμως αυτή δεν είναι μια στενάχωρη ιστορία. Με τη βοήθεια της οικογένειάς της, η Γ.Μ. πάλεψε την ασθένεια, πήγε σε ειδικούς, πήρε φαρμακευτική αγωγή, υποτροπίασε, ξανασηκώθηκε. Σήμερα είναι καλά. «Για την εμπειρία αυτή δεν ντρέπομαι ούτε αισθάνομαι την ανάγκη να την κρύβω. Είναι πολλοί οι άνθρωποι στο άμεσο περιβάλλον μου που γνωρίζουν την κατάστασή μου, ότι έχω μια διάγνωση κατάθλιψης και ότι λαμβάνω φαρμακευτική αγωγή. Έχω μια νόσο την οποία αντιμετωπίζω επιτυχώς».
Η Γ.Μ. μοιράστηκε αυτοβούλως την προσωπική της ιστορία στην ιστοσελίδα eachofus.eu, ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα της Εταιρείας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας (ekpse.gr) να μιλήσουμε ανοιχτά για τα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζουμε, να «δώσουμε το στίγμα μας» για την εξάλειψη του στίγματος. Η καμπάνια, που στηρίζεται στην πρωτοβουλία του Mental Health Europe, έχει στόχο να δείξει ότι το πρόβλημα είναι πιο κοινό απ’ όσο νομίζουμε, ειδικά στην εποχή της κρίσης. «Μοιράζομαι την ιστορία μου για να δώσω κουράγιο σε όποιον άλλο μπορεί να βιώνει κατάθλιψη για να του πω ότι είναι κάτι διαχειρίσιμο και ότι τα συμπτώματά της μπορούν με κατάλληλη θεραπεία και στήριξη να υποχωρήσουν και να ξανακερδίσει τη ζωή», όπως έγραψε η ίδια.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ένας στους τέσσερις είναι πιθανό να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ ένας στους πέντε εφήβους στην Ευρώπη αντιμετωπίζει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της εφηβείας. Το πρόβλημα είναι εκεί, το ίδιο όμως είναι και το στίγμα. Στην Ελλάδα έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια πολλές εκστρατείες κατά της προκατάληψης, χωρίς όμως συντονισμό και με εμφανείς τις διαφορετικές προσεγγίσεις από τα διάφορα ψυχιατρικά «κέντρα». Όπου έχει γίνει σοβαρή δουλειά, τα αποτελέσματα είναι εμφανή.
Στη Φωκίδα, για παράδειγμα, όπου από το 1981 «δουλεύει» η ΕΚΨ&ΨΥ στον τομέα της ευαισθητοποίησης της κοινότητας, τα προβλήματα είναι ελάχιστα. «Πήγαινε ο κ. Σακελλαρόπουλος (σ.σ. ψυχίατρος, ιδρυτής της Εταιρείας) στα καφενεία, που τότε ήταν χωρισμένα σε ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., καθόταν ανάμεσα και μιλούσε γι’ αυτά τα πράγματα», λέει στην «Κ» η ψυχίατρος και επιστημονική διευθύντρια της ΕΚΨ&ΨΥ κ. Μαρία Λαζαρίδου. «Είναι πολύ σημαντικό να ακούς την κοινότητα, να τη σέβεσαι χωρίς να την κατακρίνεις και να αποδεικνύεις με τη δουλειά σου αυτά που λες. Όταν, για παράδειγμα, λες ότι ένας σχιζοφρενής δεν είναι επικίνδυνος, ότι φοβάται όταν είναι σε κρίση και ότι αν τον φροντίσουμε δεν θα είναι επιθετικός, θα πρέπει να το κάνεις». Η δουλειά στην κοινότητα πρέπει να είναι συνεχής, λέει η ίδια, γιατί οι αντιλήψεις αλλάζουν γρήγορα, επανερχόμενες στο «πριν». «Έχει σημασία να συμμετέχουν ασθενείς και οι οικογένειές τους, γιατί είναι ευκολότερο για κάποιον να πειστεί όταν βλέπει ότι ο άλλος δεν είναι διαφορετικός. Πρέπει επίσης να δίνεται βάση στις μικρές ηλικίες, γιατί έτσι γίνεται πρόληψη των διαταραχών. Εάν ένας έφηβος πάει νωρίς στον γιατρό για ένα πρόβλημα που έχει, μπορεί να προλάβει μια σοβαρότερη διαταραχή στην ενήλικη ζωή».
Σύμφωνα με την κ. Λαζαρίδου, επίσης, οι πληθυσμοί που παρακολουθούνται στενά δεν έχουν επηρεαστεί από την κρίση. «Η κρίση δεν έχει αυξήσει τους αριθμούς των σοβαρών διαταραχών, όπως η διπολική διαταραχή, η σχιζοφρένεια, οι μείζονες καταθλίψεις, αλλά σε κοινωνίες που δεν παρακολουθούνται αυξάνονται οι υποτροπές. Η κρίση έχει οδηγήσει σε εμφάνιση αγχωδών διαταραχών και ήπιων καταθλιπτικών επεισοδίων λόγω της ανασφάλειας». Σημαντικό είναι πάντως ότι ο κόσμος προστρέχει στις υπηρεσίες, κυρίως τις δημόσιες, για να βρει λύση. «Βλέπουμε όμως ότι κάποιες προκαταλήψεις μένουν βαθιά ριζωμένες. Όχι μόνο το “κλασικό”, ότι ένας σχιζοφρενής είναι ο δολοφόνος με το πριόνι, που είναι φυσικά μύθος, αλλά και πιο ήπιες, ότι “όλα στο μυαλό είναι” και “αν είσαι δυνατός θα τα καταφέρεις”. Όσο επιμένουν αυτές, τόσο οι άνθρωποι θα διστάζουν να μοιραστούν το πρόβλημά τους. Βλέπω ασθενείς που διστάζουν να πουν στους εργοδότες τους ότι αντιμετωπίζουν κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, όπως θα έλεγαν ότι έσπασαν το πόδι τους».
Και πάλι, με την κατάλληλη υποστήριξη και τη «δουλειά» των ειδικών στην κοινότητα, τα ταμπού σπάνε. «Έχω περίπτωση 45χρονης ασθενούς με σχιζοφρένεια, με το πρώτο επεισόδιο στα 20 της, η οποία συνεχίζει να εργάζεται κανονικά. Εξηγήσαμε στους ανθρώπους, κατάλαβαν, προετοιμάστηκαν και δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα».
Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή»