Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας, επέλεξε να αναδείξει την αλληλεπίδραση της εργασίας με την ψυχική υγεία με στόχο να φωτίσει τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες με τις οποίες η εργασία επιβαρύνει ή προάγει την ψυχική υγεία και βελτιώνει την ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Η επιλογή αυτή είναι σύμφωνη με παλαιότερη διακήρυξη του οργανισμού, σύμφωνα με την οποία το 75% των ατόμων που αναζητούν ψυχιατρική υποστήριξη, είναι άτομα με μειωμένη εργασιακή ικανοποίηση και έντονο εργασιακό στρες, αλλά και επίκαιρη καθώς σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, έχουν αναδειχθεί πολλαπλώς οι συνέπειες της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας στην ψυχική υγεία του πληθυσμού.
Η εργασία, ως η εκτέλεση έργου που απαιτεί την καταβολή πνευματικής ή φυσικής προσπάθειας και αποσκοπεί στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που καλύπτουν τις ανθρώπινες ανάγκες, αποτελεί ένα κύριο μέσο έκφρασης του ανθρώπινου ενδοψυχικού δυναμικού. Επιπλέον, ως το μέσο για την απόκτηση ενός σταθερού εισοδήματος, προσφέρει στο άτομο την δυνατότητα ανεξαρτησίας, αυτοπροσδιορισμού και αξιοπρέπειας. Μέσα από την εργασία ο άνθρωπος βιοπορίζεται, δομεί τον χρόνο του και την καθημερινότητα του, μετέχει σε μια μεγάλη ποικιλία εμπειριών και ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, διαμορφώνοντας το αίσθημα της προσωπικής του ταυτότητας και αξίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά συμβάλλουν στην ανάδειξη της σχέσης αμοιβαίας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην εργασία και την ψυχική υγεία. Ο άνθρωπος διαμορφώνει την εργασία του και διαμορφώνεται από αυτήν. Ο βαθμός εργασιακής ικανοποίησης ή δυσαρέσκειας σε σημαντικό βαθμό αποτελεί αποτέλεσμα της σχέσης ανάμεσα στις προσδοκίες που έχει για την εργασία του και στο τι πραγματικά μπορεί να πάρει από αυτή.
Στον σύγχρονο κόσμο, όπου η απαίτηση για αυξημένη ανταγωνιστικότητα και η εργασιακή επισφάλεια κυριαρχούν, το περιβάλλον εργασίας αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές χρόνιου στρες. Το φαινόμενο αυτό έχει μελετηθεί εκτενώς και η σπουδαιότητα της αντιμετώπισης του τυγχάνει καθολικής αναγνώρισης, δεδομένου ότι οι άνθρωποι αφιερώνουν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους, αν όχι το μεγαλύτερο, στο επάγγελμα τους. Το εργασιακό άγχος αφορά την συσσώρευση αγχογόνων ερεθισμάτων και παραγόντων προερχόμενων από την εργασία ή το εργασιακό περιβάλλον. Δημιουργείται από την ασυμφωνία μεταξύ αυτών που απαιτούνται και αυτών που το άτομο μπορεί να ανταποκριθεί ή ως μια αντίδραση σε ένα άγνωστο, ασαφές ή συγκρουσιακό ως προς τη φύση του ατόμου ερέθισμα. Αποτελεί μια προσωρινή προσαρμοστική λειτουργία και κινητοποιεί συναισθήματα υπερδραστηριότητας, αίσθηση του επείγοντος και εγρήγορση. Ανεξάρτητα από τα επίπεδα του άγχους το άτομο συνεχίζει να πιστεύει ότι αν τα θέσει όλα υπό έλεγχο θα είναι σε θέσει να αντεπεξέλθει και να νιώσει καλύτερα. Συνδέεται με την εμφάνιση αγχωδών διαταραχών, σωματικά συμπτώματα αλλά και πρόωρη θνητότητα από ασθένειες που σχετίζονται με το στρες. Το εργασιακό άγχος είναι μια κατάσταση την οποία ο εργαζόμενος μπορεί να διαχειριστεί και μόνος του, και είναι σημαντικό να το διαφοροποιήσουμε από το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης (burnout) που αποτελεί μια χρόνια διαδικασία και απαιτεί ειδική βοήθεια. Το burnout συνιστά ένα πολυδιάστατο φαινόμενο με πολλές δυσλειτουργίες και συνδέεται με ένα αίσθημα κενού και απουσία νοήματος. Ο εργαζόμενος αισθάνεται άδειος και χωρίς κανένα κίνητρο. Υπερβολικός φόρτος εργασίας, υψηλά επίπεδα εργασιακού στρες, υψηλές προσδοκίες, αύξηση των εργασιακών απαιτήσεων έναντι των εργασιακών παροχών και επαναλαμβανόμενες ματαιώσεις αποτελούν την πλέον συνήθη συνθήκη για την εγκατάσταση του συνδρόμου.
Ωστόσο, το εργασιακό στρες και πολύ περισσότερο το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης δεν έχουν συνέπειες μόνο στην υγεία του ίδιου του εργαζόμενου, αλλά έχουν αρνητικό αντίκτυπο και στον ίδιο τον οργανισμό καθότι συνδέονται με μειωμένη απόδοση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απουσία από την εργασία που έχει μελετηθεί εκτενώς στη διεθνή βιβλιογραφία οφείλεται κυρίως στα ψυχικά και στα σωματικά προβλήματα που προκαλούνται από χαρακτηριστικά της εργασίας. Ενδεικτικά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (2003) αναφέρει ότι σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες το 35% με 45% της απουσίας από την εργασία οφείλεται σε προβλήματα ψυχικής υγείας. Είναι λοιπόν προς όφελος όλων, η ανάπτυξη παρεμβάσεων που να μετριάζουν τις αρνητικές συνέπειες των συνθηκών εργασίας στην ψυχική υγεία. Ένας άμεσος και μη δαπανηρός τρόπος είναι μέσω της ενίσχυσης των παραγόντων που έχει βρεθεί ότι λειτουργούν θετικά ως προς την ψυχική υγεία των εργαζομένων. Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι ο βαθμός κοινωνικής υποστήριξης που ο εργαζόμενος αισθάνεται ότι λαμβάνει (εντός του χώρους εργασίας αλλά και εκτός) καθώς και ο έλεγχος που αισθάνεται ότι έχει πάνω στην εργασία του (δυνατότητα να χρησιμοποιεί ελεύθερα τα προσόντα του και να λαμβάνει αποφάσεις). Τόσο η κοινωνική υποστήριξη, όσο και ο έλεγχος της εργασίας έχει βρεθεί ότι επιδρούν θετικά στην ψυχική υγεία ενώ μετριάζουν και τις αρνητικές συνέπειες των επιβαρυντικών παραγόντων. Το αίσθημα ότι το ίδιο το άτομο έχει τον έλεγχο της εργασίας του και υποστηρίζεται σε ότι κάνει, μειώνει το αίσθημα της ανασφάλειας και οδηγεί στη βελτίωση της ψυχικής υγείας.
Προς αυτή την κατεύθυνση σημαντικός είναι και ο ρόλος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και των λειτουργών τους, καθώς αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα κοινωνικής υποστήριξης. Η Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας στα πλαίσια των υπηρεσιών που παρέχει από το 1981, έχει θέσει σε προτεραιότητα την υποστήριξη της εργασιακής δυνατότητας ατόμων με ψυχοκοινωνικά προβλήματα αναπτύσσοντας προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και ενδυνάμωσης. Στα πλαίσια της αμφίδρομης σχέσης ανάμεσα στην ψυχική υγεία και την εργασία, η κοινωνική υποστήριξη είναι αμοιβαία ωφέλιμη.
Αντώνης Κατσαμάγκος
Ψυχολόγος- Νοσηλευτής Ψυχικής Υγείας Msc